- ψάλας
- ψά̱λᾱς , ψάλλωpluck: aor part act masc nom /voc sg (attic epic doric ionic )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ψάλας — ψά̱λᾱς , ψάλλω pluck aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοιροψάλης — και δωρ. τ. χοιροψάλας, ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Διονύσου) αυτός που αγγίζει το γυναικείο αιδοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος «γυναικείο αιδοίο» + ψάλης / ψάλᾱς (< ψάλλω «αγγίζω, τραβώ, μαδώ»)] … Dictionary of Greek